- ὑπέραυχος
- ὑπέραυχ-ος, ον,A over-boastful, over-proud,
πληγὰς τῶν ὑπεραύχων S.Ant.1351
(anap.), cf. X.Ages.11.11;ὑπέραυχα βάζειν A.Th.483
(lyr.);τὰ ὑ. D.H.8.50
;τὸ ὑ. Ph.1.458
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πληγὰς τῶν ὑπεραύχων S.Ant.1351
(anap.), cf. X.Ages.11.11;ὑπέραυχα βάζειν A.Th.483
(lyr.);τὰ ὑ. D.H.8.50
;τὸ ὑ. Ph.1.458
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπέραυχος — over boastful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέραυχος — ον, Α [ὑπεραυχῶ] 1. υπέρμετρα αλαζονικός, ανυπόφορα καυχησιάρης («μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέραυχον η υπέρμετρη αλαζονεία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπέραυχα οι υπέρμετρα… … Dictionary of Greek
ὑπέραυχον — ὑπέραυχος over boastful masc/fem acc sg ὑπέραυχος over boastful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραύχοις — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραύχου — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραύχους — ὑπέραυχος over boastful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραύχων — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέραυχα — ὑπέραυχος over boastful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέραυχοι — ὑπέραυχος over boastful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέραγχος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερήφανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε ὑπέραυχος] … Dictionary of Greek
υπεραυχής — ές, Α ὑπέραυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι, περηφανεύομαι»), πρβλ. πολυ αυχής] … Dictionary of Greek